Επταπύργιο

Επταπύργιο
το
ονομασία φρουρίου της Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης (το Γεντί Κουλέ).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • GR-EO16 — Datei:Flag of Greece.svg Nationalstraße 16 (Ethiniki Odos 16) Länge: ca. 132 km   Kreuzungspunkte von Nordwest (Thessaloniki) nach Südost ( …   Deutsch Wikipedia

  • Nationalstraße 16 (Griechenland) — Vorlage:Infobox hochrangige Straße/Wartung/GR N Εθνικη Οδος E.O.16 in Griechenland Basisd …   Deutsch Wikipedia

  • Heptapirgión (Salónica) — Monumentos paleocristianos y bizantinos de Tesalónica Nombre descrito en la Lista del Patrimonio de …   Wikipedia Español

  • Heptapyrgion — Ansicht des Heptapyrgion Das Heptapyrgion (altgriechisch Ἑπταπύργιον ‚Sieben Türme‘, neugriechisch Eptapyrgio Επταπύργιο, türkisch Yedi Kule) in Thessaloniki ist ei …   Deutsch Wikipedia

  • Heptapyrgion (Begriffsklärung) — Diese Seite ist eine Begriffsklärung zur Unterscheidung mehrerer mit demselben Wort bezeichneter Begriffe. Heptapyrgion (Eptapyrgio, griechisch Επταπύργιο, türkisch: Yedi Kule oder …   Deutsch Wikipedia

  • ζωοδόχος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 387 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται ΒΔ και κοντά στα Ιωάννινα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πασαρώνος. * * * ο (AM ζωοδόχος, ον) 1. (κυρίως για τον τάφο τού Ιησού ή για τον ουρανό)… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • Μεχμέτ — I Όνομα έξι σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βλ. λ. Μωάμεθ ή Μεχμέτ. II Όνομα αξιωματούχων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. Αλή πασάς (Γερμανία 1827 – 1878). Τούρκος στρατηγός, που καταγόταν από γαλλική οικογένεια καλβινιστών. Όταν το… …   Dictionary of Greek

  • Οσμάν — I Ο τρίτος μουσουλμάνος χαλίφης. Αναφέρεται και με το όνομα Οσμάν ιμπν Αφάν, συγγενής και γαμπρός του ιδρυτή της μουσουλμανικής θρησκείας Μωάμεθ. Στην εποχή του διωγμού του Μωάμεθ κατέφυγε με τη σύζυγό του στην Αιθιοπία, και ξαναγύρισε στη Μέκκα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”